πρωτοφυλακή

πρωτοφυλακή
η воен. сторожевое охранение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωτοφυλακή" в других словарях:

  • πρωτοφυλακή — η, Ν στρ. τμήμα εμπροσθοφυλακής στο οποίο έχει ανατεθεί η πρώτη άμυνα στρατεύματος που βρίσκεται σε στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ἑλληνογαλλικον Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»